στάτωρ

στάτωρ
(-ορός) ο
1) статор; 2) судебный исполнитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στάτωρ" в других словарях:

  • στάτορα — στάτωρ stator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάτορος — στάτωρ stator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάτορας — ο / στάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. (ηλεκτρολ.) βλ. στάτης αρχ. δικαστικός κλητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < λατ. statōr «επιστάτης» (βλ. και λ. στατήρας)] …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»